- πρόσχαρα
- επίρρ. τροπ., με χαρά, με φιλοφροσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόσχαρα — Ν επίρρ. βλ. πρόσχαρος … Dictionary of Greek
πρόσχαρος — η, ο, Ν [προσχαίρω] γεμάτος χαρά, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... πρόσχαρα Ν με ευχάριστο τρόπο … Dictionary of Greek
χαριεντίζομαι — ΝΜΑ [χαρίεις, εντος] 1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη 2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία νεοελλ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω … Dictionary of Greek